- γαλάντης
- ο1) галантный человек; 2) щедрый человек; 3) любовник
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γαλάντης — και γαλάντες και γκαλάντης, ο 1. κομψός, ευγενικός στη συμπεριφορά 2. γαλαντόμος, γενναιόδωρος 3. αγαπητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. galante «γενναιόδωρος» (πρβλ. γαλλ. galant «φιλόφρων, ιπποτικός»)] … Dictionary of Greek